θιασώτης

θιασώτης
ο , θιασώτις (-ιδος) η
1) приверженец, сторонник, -ца, последователь, -ница; адепт; 2) поклонни|к, -ца, почитатель, -ница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θιασώτης" в других словарях:

  • θιασώτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …   Dictionary of Greek

  • θιασώτης — ο οπαδός κάποιας ιδέας, φανατικός υποστηριχτής, θαυμαστής, λάτρης: Η άποψη αυτή έχει πολλούς θιασώτες. – Είμαι θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιασωτῶν — θιασώτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασῶται — θιασώτης member of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώταις — θιασώτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτην — θιασώτης member of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτου — θιασώτης member of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτῃ — θιασώτης member of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] …   Dictionary of Greek

  • θιασώτας — θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc acc pl θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»